- ἐνήδρευσαν
- ἐνεδρεύωlie in wait foraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεδρεύω — (AM ἐνεδρεύω) κρύβομαι κάπου για να επιτεθώ ξαφνικά, παραμονεύω («ἀδίκως δικαίους ἐνήδρευσαν», Μηναία) αρχ. 1. έχω κακούς σκοπούς απέναντι σε κάποιον 2. παθ. εξαπατώμαι («ὑπὸ νόμων τοὺς πολίτας ἐνεδρεύεσθαι», Λυσ.) 3. τοποθετώ σε ενέδρα… … Dictionary of Greek
κατακυκλώ — κατακυκλῶ, όω (Α, Μ κατακυκλώνω) μσν. περιβάλλω με οχύρωση αρχ. περιβάλλω ολοκληρωτικά, περικλείω («κατεκύκλωσαν καὶ ἐνήδρευσαν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκλῶ «περιβάλλω» (< κύκλος)] … Dictionary of Greek